γούνινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γούνινος | η | γούνινη | το | γούνινο |
γενική | του | γούνινου | της | γούνινης | του | γούνινου |
αιτιατική | τον | γούνινο | τη | γούνινη | το | γούνινο |
κλητική | γούνινε | γούνινη | γούνινο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γούνινοι | οι | γούνινες | τα | γούνινα |
γενική | των | γούνινων | των | γούνινων | των | γούνινων |
αιτιατική | τους | γούνινους | τις | γούνινες | τα | γούνινα |
κλητική | γούνινοι | γούνινες | γούνινα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγούνινος, -η, -ο
- ο κατασκευασμένος από γούνα
- αυτός που φέρει γούνα, ή επενδύεται με γούνα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γούνινος
|