γουνέμπορος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γουνέμπορος | οι | γουνέμποροι |
γενική | του | γουνέμπορου & γουνεμπόρου |
των | γουνέμπορων & γουνεμπόρων |
αιτιατική | τον | γουνέμπορο | τους | γουνέμπορους & γουνεμπόρους |
κλητική | γουνέμπορε | γουνέμποροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγουνέμπορος αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία γουνέμπορος