Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γουνοποιία οι γουνοποιίες
      γενική της γουνοποιίας
    αιτιατική τη γουνοποιία τις γουνοποιίες
     κλητική γουνοποιία γουνοποιίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γουνοποιία < γούνα + -ποιία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γουνοποιία θηλυκό

  1. η κατεργασία και εμπορία γουνοφόρων δερμάτων
  2. βιοτεχνικός και εμπορικός κλάδος επεξεργασίας γούνας

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία