γουνοποιία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γουνοποιία | οι | γουνοποιίες |
γενική | της | γουνοποιίας | — | |
αιτιατική | τη | γουνοποιία | τις | γουνοποιίες |
κλητική | γουνοποιία | γουνοποιίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγουνοποιία θηλυκό
- η κατεργασία και εμπορία γουνοφόρων δερμάτων
- βιοτεχνικός και εμπορικός κλάδος επεξεργασίας γούνας
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γουνοποιία