βυρσοδεψία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βυρσοδεψία < βυρσοδέψης + -ία < αρχαία ελληνική βυρσοδέψης < βύρσα + δέψω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βυρσοδεψία θηλυκό
- η τέχνη του βυρσοδέψη, η κατεργασία δερμάτων
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βυρσοδέψης