Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βιοτεχνικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βιοτεχνικ
ός
η
βιοτεχνικ
ή
το
βιοτεχνικ
ό
γενική
του
βιοτεχνικ
ού
της
βιοτεχνικ
ής
του
βιοτεχνικ
ού
αιτιατική
τον
βιοτεχνικ
ό
τη
βιοτεχνικ
ή
το
βιοτεχνικ
ό
κλητική
βιοτεχνικ
έ
βιοτεχνικ
ή
βιοτεχνικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βιοτεχνικ
οί
οι
βιοτεχνικ
ές
τα
βιοτεχνικ
ά
γενική
των
βιοτεχνικ
ών
των
βιοτεχνικ
ών
των
βιοτεχνικ
ών
αιτιατική
τους
βιοτεχνικ
ούς
τις
βιοτεχνικ
ές
τα
βιοτεχνικ
ά
κλητική
βιοτεχνικ
οί
βιοτεχνικ
ές
βιοτεχνικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βιοτεχνικός
<
βιοτέχνης
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
βιοτεχνικός, -ή, -ό
σχετικός με τους
βιοτέχνες
και τη
βιοτεχνία
βιοτεχνικό
δραστηριότητα,
βιοτεχνικό
πάρκο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βιοτεχνικός
γαλλικά
:
artisanal
(fr)