Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δερματεμπόριο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
δερματεμπόρι
ο
τα
δερματεμπόρι
α
γενική
του
δερματεμπορί
ου
&
δερματεμπόρι
ου
των
δερματεμπορί
ων
αιτιατική
το
δερματεμπόρι
ο
τα
δερματεμπόρι
α
κλητική
δερματεμπόρι
ο
δερματεμπόρι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δερματεμπόριο
<
δέρματ(ος)
+
-εμπόριο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δερματεμπόριο
ουδέτερο
το
εμπόριο
δερμάτων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δερματεμπόριο