hat
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
hat | hats |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
hat (en) ουδέτερο
Γερμανικά (de) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
hat (de)
- γ' ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος haben
ενικός | πληθυντικός |
hat | hats |
hat (en) ουδέτερο
hat (de)