capitalization
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- capitalization < capitalize + -ation
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcapitalization (en)
- (μη μετρήσιμο, ενικός, οικονομία) η κεφαλαιοποίηση
- ⮡ mid-capitalization stocks - μετοχές μεσαίας κεφαλαιοποίησης