κεφαλαιοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κεφαλαιοποίηση | οι | κεφαλαιοποιήσεις |
γενική | της | κεφαλαιοποίησης* | των | κεφαλαιοποιήσεων |
αιτιατική | την | κεφαλαιοποίηση | τις | κεφαλαιοποιήσεις |
κλητική | κεφαλαιοποίηση | κεφαλαιοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κεφαλαιοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κεφαλαιοποίηση < (κεφαλοποιώ) κεφαλαιοποιη- + -ση. Μορφολογικά, κεφάλαι(ο) + -ο- + -ποίηση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ce.fa.le.oˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐φα‐λαι‐ο‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίακεφαλαιοποίηση θηλυκό
- (οικονομία) η μετατροπή οικονομικών στοιχείων εταιρείας, ιδρύματος ή κράτους (κέρδη, αποθεματικά κλπ.) σε κεφάλαιο
- ⮡ η εταιρεία Φι ΑΕ χρωστάει στον ιδιώτη Χι ένα ποσό της τάξης των 2.000.000€ για δεδουλευμένα. Με μια στρατηγική κίνηση του διοικητικού της συμβουλίου, προχωρεί στην κεφαλαιοποίηση των 2.000.000€ σε τίτλους μετοχών των 5.000.000 αξίας 0.4€ έκαστη και τις δίνει ως αντάλλαγμα των δεδουλευμένων στον ιδιώτη Χι. Εκείνος έχει την επιλογή (το ρίσκο) να δεχθεί τις μετοχές αν προσδοκεί να ανατιμηθούν, ενώ να μην τις αποδεχθεί αν κρίνει πως θα μειωθεί η αξία τους στο μέλλον
- ⮡ οι μετοχές έχουν αποκτηθεί δωρεάν μετά από κεφαλαιοποίηση αποθεματικών
- ⮡ απαγορεύεται στα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα η κεφαλαιοποίηση τόκων, που δεν προβλέπεται σε αρχική δανειακή σύμβαση μεσομακροπρόθεσμης χρηματοδότησης ή σε σύμβαση γενικότερης ρύθμισης οφειλών (Νόμος 2076/1992 - Άρθρο 27)
- (οικονομία)η αξία του συνόλου των μετοχών μιας εταιρείας εκπεφρασμένη σε νομισματική μονάδα
- ⮡ στις αρχές του έτους η κεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών ήταν 17 δισ. €
- ⮡ η κεφαλαιοποίηση δεν αποδεικνύει την αξία μιας εταιρείας, δεδομένου ότι μπορεί να έχει χρέη ή αναμενόμενα κέρδη
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μετατροπή οικονομικών στοιχείων σε κεφάλαιο
σύνολο μετοχών