↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επανακεφαλαιοποίηση οι επανακεφαλαιοποιήσεις
      γενική της επανακεφαλαιοποίησης* των επανακεφαλαιοποιήσεων
    αιτιατική την επανακεφαλαιοποίηση τις επανακεφαλαιοποιήσεις
     κλητική επανακεφαλαιοποίηση επανακεφαλαιοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανακεφαλαιοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επανακεφαλαιοποίηση < επανα- + κεφαλαιοποίηση → δείτε τη λέξη ανακεφαλαιοποίηση

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pa.na.ce.fa.le.oˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πα‐να‐κε‐φα‐λαι‐ο‐ποί‐η‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επανακεφαλαιοποίηση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία