ανακεφαλαιοποίηση
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανακεφαλαιοποίηση | οι | ανακεφαλαιοποιήσεις |
γενική | της | ανακεφαλαιοποίησης* | των | ανακεφαλαιοποιήσεων |
αιτιατική | την | ανακεφαλαιοποίηση | τις | ανακεφαλαιοποιήσεις |
κλητική | ανακεφαλαιοποίηση | ανακεφαλαιοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακεφαλαιοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ανακεφαλαιοποίηση < ανα- + κεφαλαιοποιήση + κεφάλαιο + -ποίηση
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.na.ce.fa.le.oˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐κε‐φα‐λαι‐ο‐ποί‐η‐ση
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ανακεφαλαιοποίηση θηλυκό
- (οικονομία) αναδιοργάνωση ή αναδιάταξη της κεφαλαιακής διάρθρωσης μιας εταιρείας με εισαγωγή κεφαλαίων, με σκοπό την κεφαλαιακή της επάρκεια και σταθερότητα
- ※ Η διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης και η σταθεροποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος αποτελούν βασική προϋπόθεση για την παροχή ρευστότητας στην πραγματική οικονομία και άρα και για την πολυπόθητη ανάκαμψη. (εφημερδία Το Βήμα, 31/8/2012)
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ανακεφαλαιοποιώ
- επανακεφαλαιοποίηση
- κεφαλαιοποίηση
- → και δείτε τις λέξεις κεφάλαιο, κεφάλι και ποιώ
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ανακεφαλαιοποίηση