Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεφαλαιακός η κεφαλαιακή το κεφαλαιακό
      γενική του κεφαλαιακού της κεφαλαιακής του κεφαλαιακού
    αιτιατική τον κεφαλαιακό την κεφαλαιακή το κεφαλαιακό
     κλητική κεφαλαιακέ κεφαλαιακή κεφαλαιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεφαλαιακοί οι κεφαλαιακές τα κεφαλαιακά
      γενική των κεφαλαιακών των κεφαλαιακών των κεφαλαιακών
    αιτιατική τους κεφαλαιακούς τις κεφαλαιακές τα κεφαλαιακά
     κλητική κεφαλαιακοί κεφαλαιακές κεφαλαιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεφαλαιακός < κεφάλαιο + -ακός

  Επίθετο επεξεργασία

κεφαλαιακός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία