Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κεφαλαιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κεφαλαιακ
ός
η
κεφαλαιακ
ή
το
κεφαλαιακ
ό
γενική
του
κεφαλαιακ
ού
της
κεφαλαιακ
ής
του
κεφαλαιακ
ού
αιτιατική
τον
κεφαλαιακ
ό
την
κεφαλαιακ
ή
το
κεφαλαιακ
ό
κλητική
κεφαλαιακ
έ
κεφαλαιακ
ή
κεφαλαιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κεφαλαιακ
οί
οι
κεφαλαιακ
ές
τα
κεφαλαιακ
ά
γενική
των
κεφαλαιακ
ών
των
κεφαλαιακ
ών
των
κεφαλαιακ
ών
αιτιατική
τους
κεφαλαιακ
ούς
τις
κεφαλαιακ
ές
τα
κεφαλαιακ
ά
κλητική
κεφαλαιακ
οί
κεφαλαιακ
ές
κεφαλαιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κεφαλαιακός
<
κεφάλαιο
+
-ακός
Επίθετο
επεξεργασία
κεφαλαιακός
(
οικονομία
) που έχει σχέση με
κεφάλαιο
ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
κεφάλαιο
και
κεφάλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κεφαλαιακός