Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

capitalize (en)

  1. γράφω με κεφαλαίο γράμμα ή μετατρέπω σε κεφαλαίο γράμμα
  2. κεφαλαιοποιώ
  3. (συνεκδοχικά) ανατοκίζω
  4. (συνεκδοχικά) αξιοποιώ

Άλλες μορφές επεξεργασία