ανατοκίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανατοκίζω < μεσαιωνική ελληνική ἀνατοκίζω
Ρήμα
επεξεργασίαανατοκίζω
- ξανατοκίζω, τοκίζω εκ νέου, προσθέτω στο κεφάλαιο που έχω δανείσει (π.χ. 100 ευρώ) τους τόκους που έχουν συμφωνηθεί για το προηγούμενο διάστημα (π.χ. συνολικά 10 ευρώ για ένα χρόνο) και εφεξής θεωρώ (ή συμφωνώ) ότι το κεφάλαιο που έχω δανείσει έχει αυξηθεί (ότι η οφειλή είναι 110 ευρώ), οπότε στο εξής οι τόκοι υπολογίζονται για αυξημένο δάνειο (στο παράδεγιμα, για δανεισμένο κεφάλαιο ύψους 110 ευρώ)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανατοκίζω | ανατόκιζα | θα ανατοκίζω | να ανατοκίζω | ανατοκίζοντας | |
β' ενικ. | ανατοκίζεις | ανατόκιζες | θα ανατοκίζεις | να ανατοκίζεις | ανατόκιζε | |
γ' ενικ. | ανατοκίζει | ανατόκιζε | θα ανατοκίζει | να ανατοκίζει | ||
α' πληθ. | ανατοκίζουμε | ανατοκίζαμε | θα ανατοκίζουμε | να ανατοκίζουμε | ||
β' πληθ. | ανατοκίζετε | ανατοκίζατε | θα ανατοκίζετε | να ανατοκίζετε | ανατοκίζετε | |
γ' πληθ. | ανατοκίζουν(ε) | ανατόκιζαν ανατοκίζαν(ε) |
θα ανατοκίζουν(ε) | να ανατοκίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανατόκισα | θα ανατοκίσω | να ανατοκίσω | ανατοκίσει | ||
β' ενικ. | ανατόκισες | θα ανατοκίσεις | να ανατοκίσεις | ανατόκισε | ||
γ' ενικ. | ανατόκισε | θα ανατοκίσει | να ανατοκίσει | |||
α' πληθ. | ανατοκίσαμε | θα ανατοκίσουμε | να ανατοκίσουμε | |||
β' πληθ. | ανατοκίσατε | θα ανατοκίσετε | να ανατοκίσετε | ανατοκίστε | ||
γ' πληθ. | ανατόκισαν ανατοκίσαν(ε) |
θα ανατοκίσουν(ε) | να ανατοκίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανατοκίσει | είχα ανατοκίσει | θα έχω ανατοκίσει | να έχω ανατοκίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανατοκίσει | είχες ανατοκίσει | θα έχεις ανατοκίσει | να έχεις ανατοκίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανατοκίσει | είχε ανατοκίσει | θα έχει ανατοκίσει | να έχει ανατοκίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανατοκίσει | είχαμε ανατοκίσει | θα έχουμε ανατοκίσει | να έχουμε ανατοκίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανατοκίσει | είχατε ανατοκίσει | θα έχετε ανατοκίσει | να έχετε ανατοκίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανατοκίσει | είχαν ανατοκίσει | θα έχουν ανατοκίσει | να έχουν ανατοκίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανατοκίζω