capital-décès
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
capital-décès | capitaux-décès |
capital-décès (fr) αρσενικό
- χρηματικό ποσό που δίνεται μετά το θάνατο κάποιου στους δικαιούχους μιας ασφάλειας που είχε αυτός ορίσει