capitalisation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
capitalisation | capitalisations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcapitalisation (fr) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη capital
ενικός | πληθυντικός |
capitalisation | capitalisations |
capitalisation (fr) θηλυκό