capital-risqueur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- capital-risqueur < capital-risque + -eur
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
capital-risqueur | capital-risqueurs και capitaux-risqueurs |
capital-risqueur (fr) αρσενικό
- επενδυτής που συμμετέχει στην δημιουργία ή την ανάπτυξη μιας εταιρείας