Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
fund funds

fund (en)

  1. κεφάλαιο
  2. οργανισμός διαχείρισης επενδύσεων
  3. αποταμίευση
  4. αποθεματικό
  5. ο έρανος
    We raised funds at school to buy a gift for…
    Κάναμε έρανο στο σχολείο να αγοράσουμε δώρο για…

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας fund
γ΄ ενικό ενεστώτα funds
αόριστος funded
παθητική μετοχή funded
ενεργητική μετοχή funding

fund (en)

  • χρηματοδοτώ, παρέχω σε οργάνωση ή άτομο χρήματα για ορισμένο έργο ή σκοπό

  Πηγές επεξεργασία



Ρουμανικά (ro) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

fund (ro) ουδέτερο