fund
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fund | funds |
fund (en)
- το ταμείο, το αποθεματικό, ένα χρηματικό ποσό που έχει εξοικονομηθεί ή έχει διατεθεί για συγκεκριμένο σκοπό
- ⮡ The goal of this fund is to achieve the improved, expanded, and viable use of basic social and economic services.
- Ο στόχος του ταμείου αυτού είναι να επιτύχει τη βελτιωμένη, επεκτεταμένη και βιώσιμη χρήση βασικών κοινωνικών και οικονομικών υπηρεσιών.
- ⮡ an extraordinary reserve fund - έκτακτο αποθεματικό
- ⮡ The goal of this fund is to achieve the improved, expanded, and viable use of basic social and economic services.
- (μόνο πληθυντικός) τα κεφάλαια, το αντίκρισμα, ο έρανος, χρήματα που είναι διαθέσιμα για ξόδεμα
- ⮡ They raised funds.
- Συγκέντρωσαν κεφάλια.
- ⮡ I don’t have sufficient funds.
- Δεν έχω αρκετά κεφάλαια.
- ⮡ a check without funds/a check with non-sufficient funds - επιταγή χωρίς αντίκρισμα
- ⮡ We raised funds at school to buy a gift for…
- Κάναμε έρανο στο σχολείο να αγοράσουμε δώρο για…
- ⮡ They raised funds.
- οργανισμός διαχείρισης επενδύσεων
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | fund |
γ΄ ενικό ενεστώτα | funds |
αόριστος | funded |
παθητική μετοχή | funded |
ενεργητική μετοχή | funding |
fund (en)
- χρηματοδοτώ, παρέχω σε οργάνωση ή άτομο χρήματα για ορισμένο έργο ή σκοπό
- ⮡ The government funds new industries.
- Η κυβέρνηση χρηματοδοτεί νέες βιομηχανικές μονάδες.
- ⮡ The government funds new industries.
Πηγές
επεξεργασία- fund (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- fund (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 333. ISBN 9780194325684., λήμμα: έρανος
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfund (ro) ουδέτερο