Δείτε επίσης: χρηματοδοτῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xɾi.ma.to.ðoˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρηματοδοτώ

χρηματοδοτώ, αόρ.: χρηματοδότησα, παθ.φωνή: χρηματοδοτούμαι, μτχ.π.ε.: χρηματοδοτούμενος, π.αόρ.: χρηματοδοτήθηκα, μτχ.π.π.: χρηματοδοτημένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία