αχρηματοδότητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.xɾi.ma.toˈðo.ti.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐χρη‐μα‐το‐δό‐τη‐τος
Επίθετο
επεξεργασία
αχρηματοδότητος, -η, -ο
- που δεν χρηματοδοτείται ή δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αχρήματος
- → δείτε τις λέξεις χρηματοδοτώ, χρήμα, δότης και δίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αχρηματοδότητος
|
Πηγές
επεξεργασία
- αχρηματοδότητος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)