Δείτε επίσης: αχρημάτιστος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχρήματος η αχρήματη το αχρήματο
      γενική του αχρήματου της αχρήματης του αχρήματου
    αιτιατική τον αχρήματο την αχρήματη το αχρήματο
     κλητική αχρήματε αχρήματη αχρήματο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχρήματοι οι αχρήματες τα αχρήματα
      γενική των αχρήματων των αχρήματων των αχρήματων
    αιτιατική τους αχρήματους τις αχρήματες τα αχρήματα
     κλητική αχρήματοι αχρήματες αχρήματα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αχρήματος < α- + χρήμα + -τος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈxɾi.ma.tos/

  Επίθετο επεξεργασία

αχρήματος -η -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία