αχρημάτιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.xɾiˈma.ti.stos/
Επίθετο
επεξεργασίααχρημάτιστος -η -ο
- που δεν χρηματίζεται ή δεν έχει χρηματιστεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αχρημάτιστος
|