χρηματισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xɾi.ma.tiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρη‐μα‐τι‐σμέ‐νος
- παρώνυμο: χρωματισμένος
Μετοχή
επεξεργασίαχρηματισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χρηματίζω
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χρηματισμένος
|