χρωματισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xɾo.ma.tiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρω‐μα‐τι‐σμέ‐νος
- παρώνυμο: χρηματισμένος
Μετοχή
επεξεργασίαχρωματισμένος
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χρωματίζω