Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αχρηματία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αχρηματί
α
οι
αχρηματί
ες
γενική
της
αχρηματί
ας
των
αχρηματι
ών
αιτιατική
την
αχρηματί
α
τις
αχρηματί
ες
κλητική
αχρηματί
α
αχρηματί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αχρηματία
<
αχρήματος
+
-ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αχρηματία
θηλυκό
το να είναι κάποιος
αχρήματος
, να μην έχει
χρήματα
Συνώνυμα
επεξεργασία
αδεκαρία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αχρηματία
αγγλικά
:
pennilessness
(en)
,
penury
(en)