Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αδεκαρία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αδεκαρί
α
οι
αδεκαρί
ες
γενική
της
αδεκαρί
ας
των
αδεκαρι
ών
αιτιατική
την
αδεκαρί
α
τις
αδεκαρί
ες
κλητική
αδεκαρί
α
αδεκαρί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αδεκαρία
<
α-
στερητικό +
δεκάρα
+
-ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αδεκαρία
θηλυκό
το να είναι κανείς
αδέκαρος
, να μην έχει ούτε
δεκάρα
, η
έλλειψη
χρημάτων
Συνώνυμα
επεξεργασία
αχρηματία
Συγγενικά
επεξεργασία
αδέκαρος
→
δείτε
τις λέξεις
δεκάρα
και
δέκα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αδεκαρία
→
δείτε
τη λέξη
αχρηματία