αναχρηματοδοτώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναχρηματοδοτώ < ανα- + χρηματοδοτώ
Ρήμα επεξεργασία
αναχρηματοδοτώ
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αναχρηματοδότηση
- → δείτε τις λέξεις ανά και χρηματοδοτώ
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναχρηματοδοτώ | αναχρηματοδοτούσα | θα αναχρηματοδοτώ | να αναχρηματοδοτώ | αναχρηματοδοτώντας | |
β' ενικ. | αναχρηματοδοτείς | αναχρηματοδοτούσες | θα αναχρηματοδοτείς | να αναχρηματοδοτείς | (αναχρηματοδότει) | |
γ' ενικ. | αναχρηματοδοτεί | αναχρηματοδοτούσε | θα αναχρηματοδοτεί | να αναχρηματοδοτεί | ||
α' πληθ. | αναχρηματοδοτούμε | αναχρηματοδοτούσαμε | θα αναχρηματοδοτούμε | να αναχρηματοδοτούμε | ||
β' πληθ. | αναχρηματοδοτείτε | αναχρηματοδοτούσατε | θα αναχρηματοδοτείτε | να αναχρηματοδοτείτε | αναχρηματοδοτείτε | |
γ' πληθ. | αναχρηματοδοτούν(ε) | αναχρηματοδοτούσαν(ε) | θα αναχρηματοδοτούν(ε) | να αναχρηματοδοτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναχρηματοδότησα | θα αναχρηματοδοτήσω | να αναχρηματοδοτήσω | αναχρηματοδοτήσει | ||
β' ενικ. | αναχρηματοδότησες | θα αναχρηματοδοτήσεις | να αναχρηματοδοτήσεις | αναχρηματοδότησε | ||
γ' ενικ. | αναχρηματοδότησε | θα αναχρηματοδοτήσει | να αναχρηματοδοτήσει | |||
α' πληθ. | αναχρηματοδοτήσαμε | θα αναχρηματοδοτήσουμε | να αναχρηματοδοτήσουμε | |||
β' πληθ. | αναχρηματοδοτήσατε | θα αναχρηματοδοτήσετε | να αναχρηματοδοτήσετε | αναχρηματοδοτήστε | ||
γ' πληθ. | αναχρηματοδότησαν αναχρηματοδοτήσαν(ε) |
θα αναχρηματοδοτήσουν(ε) | να αναχρηματοδοτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναχρηματοδοτήσει | είχα αναχρηματοδοτήσει | θα έχω αναχρηματοδοτήσει | να έχω αναχρηματοδοτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναχρηματοδοτήσει | είχες αναχρηματοδοτήσει | θα έχεις αναχρηματοδοτήσει | να έχεις αναχρηματοδοτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναχρηματοδοτήσει | είχε αναχρηματοδοτήσει | θα έχει αναχρηματοδοτήσει | να έχει αναχρηματοδοτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναχρηματοδοτήσει | είχαμε αναχρηματοδοτήσει | θα έχουμε αναχρηματοδοτήσει | να έχουμε αναχρηματοδοτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναχρηματοδοτήσει | είχατε αναχρηματοδοτήσει | θα έχετε αναχρηματοδοτήσει | να έχετε αναχρηματοδοτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναχρηματοδοτήσει | είχαν αναχρηματοδοτήσει | θα έχουν αναχρηματοδοτήσει | να έχουν αναχρηματοδοτήσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναχρηματοδοτώ
|