συγχρηματοδοτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγχρηματοδοτώ < συν- + χρηματοδοτώ
Ρήμα
επεξεργασίασυγχρηματοδοτώ
- χρηματοδοτώ από κοινού
Συγγενικά
επεξεργασία- συγχρηματοδότηση
- συγχρηματοδοτούμενος
- → δείτε τις λέξεις χρηματοδοτώ, χρήμα και δίνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συγχρηματοδοτώ | συγχρηματοδοτούσα | θα συγχρηματοδοτώ | να συγχρηματοδοτώ | συγχρηματοδοτώντας | |
β' ενικ. | συγχρηματοδοτείς | συγχρηματοδοτούσες | θα συγχρηματοδοτείς | να συγχρηματοδοτείς | (συγχρηματοδότει) | |
γ' ενικ. | συγχρηματοδοτεί | συγχρηματοδοτούσε | θα συγχρηματοδοτεί | να συγχρηματοδοτεί | ||
α' πληθ. | συγχρηματοδοτούμε | συγχρηματοδοτούσαμε | θα συγχρηματοδοτούμε | να συγχρηματοδοτούμε | ||
β' πληθ. | συγχρηματοδοτείτε | συγχρηματοδοτούσατε | θα συγχρηματοδοτείτε | να συγχρηματοδοτείτε | συγχρηματοδοτείτε | |
γ' πληθ. | συγχρηματοδοτούν(ε) | συγχρηματοδοτούσαν(ε) | θα συγχρηματοδοτούν(ε) | να συγχρηματοδοτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συγχρηματοδότησα | θα συγχρηματοδοτήσω | να συγχρηματοδοτήσω | συγχρηματοδοτήσει | ||
β' ενικ. | συγχρηματοδότησες | θα συγχρηματοδοτήσεις | να συγχρηματοδοτήσεις | συγχρηματοδότησε | ||
γ' ενικ. | συγχρηματοδότησε | θα συγχρηματοδοτήσει | να συγχρηματοδοτήσει | |||
α' πληθ. | συγχρηματοδοτήσαμε | θα συγχρηματοδοτήσουμε | να συγχρηματοδοτήσουμε | |||
β' πληθ. | συγχρηματοδοτήσατε | θα συγχρηματοδοτήσετε | να συγχρηματοδοτήσετε | συγχρηματοδοτήστε | ||
γ' πληθ. | συγχρηματοδότησαν συγχρηματοδοτήσαν(ε) |
θα συγχρηματοδοτήσουν(ε) | να συγχρηματοδοτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συγχρηματοδοτήσει | είχα συγχρηματοδοτήσει | θα έχω συγχρηματοδοτήσει | να έχω συγχρηματοδοτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις συγχρηματοδοτήσει | είχες συγχρηματοδοτήσει | θα έχεις συγχρηματοδοτήσει | να έχεις συγχρηματοδοτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει συγχρηματοδοτήσει | είχε συγχρηματοδοτήσει | θα έχει συγχρηματοδοτήσει | να έχει συγχρηματοδοτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συγχρηματοδοτήσει | είχαμε συγχρηματοδοτήσει | θα έχουμε συγχρηματοδοτήσει | να έχουμε συγχρηματοδοτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε συγχρηματοδοτήσει | είχατε συγχρηματοδοτήσει | θα έχετε συγχρηματοδοτήσει | να έχετε συγχρηματοδοτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συγχρηματοδοτήσει | είχαν συγχρηματοδοτήσει | θα έχουν συγχρηματοδοτήσει | να έχουν συγχρηματοδοτήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία συγχρηματοδοτώ