Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χρηματοδότης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
χρηματοδότ
ης
οι
χρηματοδότ
ες
γενική
του
χρηματοδότ
η
των
χρηματοδοτ
ών
αιτιατική
τον
χρηματοδότ
η
τους
χρηματοδότ
ες
κλητική
χρηματοδότ
η
χρηματοδότ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
χρηματοδότης
<
χρήμα
+
-δότης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χρηματοδότης
αρσενικό
(
θηλυκό
χρηματοδότρια
)
αυτός που
χρηματοδοτεί
, που παρέχει χρήματα για ορισμένο έργο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χρηματοδότης
αγγλικά
:
funder
(en)
γαλλικά
:
financeur
(fr)
γερμανικά
:
Geldgeber
(de)
,
Finanzier
(de)