Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοχρηματοδότηση οι αυτοχρηματοδοτήσεις
      γενική της αυτοχρηματοδότησης* των αυτοχρηματοδοτήσεων
    αιτιατική την αυτοχρηματοδότηση τις αυτοχρηματοδοτήσεις
     κλητική αυτοχρηματοδότηση αυτοχρηματοδοτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοχρηματοδοτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοχρηματοδότηση < αυτο- + χρηματοδότηση < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Selbstfinanzierung

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.fto.xɾi.ma.toˈðo.ti.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτοχρηματοδότηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία