αυτοχρηματοδότηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοχρηματοδότηση | οι | αυτοχρηματοδοτήσεις |
γενική | της | αυτοχρηματοδότησης* | των | αυτοχρηματοδοτήσεων |
αιτιατική | την | αυτοχρηματοδότηση | τις | αυτοχρηματοδοτήσεις |
κλητική | αυτοχρηματοδότηση | αυτοχρηματοδοτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοχρηματοδοτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτοχρηματοδότηση < αυτο- + χρηματοδότηση < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Selbstfinanzierung
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυτοχρηματοδότηση θηλυκό
- (οικονομία) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αυτοχρηματοδοτούμαι, η χρηματοδότηση μιας επιχείρησης και η άντληση κεφαλαίων από τα κέρδη της ίδιας της επιχείρησης
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοχρηματοδότηση