Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοχρηματοδοτούμενος η αυτοχρηματοδοτούμενη το αυτοχρηματοδοτούμενο
      γενική του αυτοχρηματοδοτούμενου της αυτοχρηματοδοτούμενης του αυτοχρηματοδοτούμενου
    αιτιατική τον αυτοχρηματοδοτούμενο την αυτοχρηματοδοτούμενη το αυτοχρηματοδοτούμενο
     κλητική αυτοχρηματοδοτούμενε αυτοχρηματοδοτούμενη αυτοχρηματοδοτούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοχρηματοδοτούμενοι οι αυτοχρηματοδοτούμενες τα αυτοχρηματοδοτούμενα
      γενική των αυτοχρηματοδοτούμενων των αυτοχρηματοδοτούμενων των αυτοχρηματοδοτούμενων
    αιτιατική τους αυτοχρηματοδοτούμενους τις αυτοχρηματοδοτούμενες τα αυτοχρηματοδοτούμενα
     κλητική αυτοχρηματοδοτούμενοι αυτοχρηματοδοτούμενες αυτοχρηματοδοτούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

αυτοχρηματοδοτούμενος

  Μεταφράσεις επεξεργασία