Ουσιαστικό

επεξεργασία

funding (en) (μη μετρήσιμο)

  • η χρηματοδότηση, χρηματοδοτικός
    ⮡  a project with private funding - έργο με ιδιωτική χρηματοδότηση
    ⮡  the funding policy of the government - η χρηματοδοτική πολιτική της κυβέρνησης

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

funding (en)