funds
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
funds (en)
- (οικονομία) το αντίκρισμα
- ↪ a check without funds/a check with non-sufficient funds - επιταγή χωρίς αντίκρισμα
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
funds (en)
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
funds (en)