αντίκρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντίκρισμα < (αντικρίζω) αντικρισ- + -μα (για τον όρο της οικονομίας < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sans provision, à vue [1])
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /anˈdi.kɾi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντί‐κρι‐σμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντίκρισμα ουδέτερο
- το να αντικρίζει / βλέπει κάποιος κάτι
- (οικονομία, συνήθως στον ενικό) χρηματικό ποσό που έχει κατατεθεί σε τράπεζα, το οποίο επιτρέπει στον καταθέτη να εκτελεί διάφορες οικονομικές πράξεις
- (μεταφορικά) η ισχύς, το αποτέλεσμα
- (μηχανισμός) μεταλλική βάση κλειδαριάς
Συγγενικά επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις αντικρίζω και αντίκρυ
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αντίκρισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας