Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντίκρισμα τα αντικρίσματα
      γενική του αντικρίσματος των αντικρισμάτων
    αιτιατική το αντίκρισμα τα αντικρίσματα
     κλητική αντίκρισμα αντικρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντίκρισμα < (αντικρίζω) αντικρισ- + -μα (για τον όρο της οικονομίας < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sans provision, à vue [1])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /anˈdi.kɾi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντί‐κρι‐σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντίκρισμα ουδέτερο

  1. το να αντικρίζει / βλέπει κάποιος κάτι
  2. (οικονομία, συνήθως στον ενικό) χρηματικό ποσό που έχει κατατεθεί σε τράπεζα, το οποίο επιτρέπει στον καταθέτη να εκτελεί διάφορες οικονομικές πράξεις
  3. (μεταφορικά) η ισχύς, το αποτέλεσμα
  4. (μηχανισμός) μεταλλική βάση κλειδαριάς

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις αντικρίζω και αντίκρυ

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία