Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κεφαλαιούχος οι κεφαλαιούχοι
      γενική του/της κεφαλαιούχου των κεφαλαιούχων
    αιτιατική τον/την κεφαλαιούχο τους/τις κεφαλαιούχους
     κλητική κεφαλαιούχε κεφαλαιούχοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κεφαλαιούχος < κεφάλαιο + -ούχος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική capitaliste[1])

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ce.fa.leˈu.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐φα‐λαι‐ού‐χος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

κεφαλαιούχος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία