Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
περιουσιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
περιουσιακ
ός
η
περιουσιακ
ή
το
περιουσιακ
ό
γενική
του
περιουσιακ
ού
της
περιουσιακ
ής
του
περιουσιακ
ού
αιτιατική
τον
περιουσιακ
ό
την
περιουσιακ
ή
το
περιουσιακ
ό
κλητική
περιουσιακ
έ
περιουσιακ
ή
περιουσιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
περιουσιακ
οί
οι
περιουσιακ
ές
τα
περιουσιακ
ά
γενική
των
περιουσιακ
ών
των
περιουσιακ
ών
των
περιουσιακ
ών
αιτιατική
τους
περιουσιακ
ούς
τις
περιουσιακ
ές
τα
περιουσιακ
ά
κλητική
περιουσιακ
οί
περιουσιακ
ές
περιουσιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
περιουσιακός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
περιουσιακός, -ή, -ό
σχετικός με μια
περιουσία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
περιουσιακός
αγγλικά
:
property-related
(en)
γαλλικά
:
patrimonial
(fr)