Αγγλικά (en)Επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
property properties

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpɹɒp.ət.i/
 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

property (en)

  1. ιδιοκτησία
  2. ιδιότητα
  3. (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) διεπαφή (interface) για την διαχείριση κάποιου χαρακτηριστικού (attribute) ενός αντικειμένου με την χρήση μεθόδων (method), οι οποίες συνήθως είναι οι μέθοδοι προσπέλασης (getter) και μεταλλαγής (setter). Βοηθάει στην αναγνωσιμότητα του κώδικά γιατί χρησιμοποιεί τη σημειογραφία της τελείας (dot notation) αντί για δυσανάγνωστες εκφράσεις μεθόδων.
    δείτε επίσης: property στην αγγλική Βικιπαίδεια

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • property στην αγγλική Βικιπαίδεια