διεπαφή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διεπαφή | οι | διεπαφές |
γενική | της | διεπαφής | των | διεπαφών |
αιτιατική | τη | διεπαφή | τις | διεπαφές |
κλητική | διεπαφή | διεπαφές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιεπαφή θηλυκό
- (πληροφορική) ο τρόπος επικοινωνίας ανθρώπου-μηχανής (HCI) και γενικότερα η επικοινωνία μεταξύ διαφορετικών οντοτήτων, όπως μεταξύ συσκευών, συσκευών και λειτουργικών συστημάτων, κλπ
- Συνώνυμο: διεπαφή χρήστη
- (τηλεπικοινωνίες, πληροφορική) κοινό σύνορο επικοινωνίας μεταξύ δύο λειτουργικών μονάδων που διαθέτει καθορισμένα χαρακτηριστικά σχετικά με τη λειτουργία των λειτουργικών μονάδων και τη μεταξύ τους επικοινωνία
- Διάφορα είδη διεπαφής: διεπαφή πρόσβασης, αναλογική διεπαφή, ραδιοδιεπαφή, διεπαφή προγράμματος εφαρμογής.
Σημειώσεις
επεξεργασία- Τα «χαρακτηριστικά» που αναφέρονται στον ορισμό μπορούν να αφορούν λειτουργίες, φυσικές διασυνδέσεις, ανταλλαγές σημάτων κ.ά.
- Στα θεματικά πεδία πληροφορική και τηλεπικοινωνίες, όπου χρησιμοποιείται ο όρος, «λειτουργική μονάδα» θεωρείται οντότητα αποτελούμενη από υλισμικό και/ή λογισμικό και, κατ' επέκταση, μπορεί να θεωρηθεί και ο άνθρωπος χρήστης.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΥπώνυμα
επεξεργασία- γραφική διεπαφή χρήστη
- διεπαφή γραμμής εντολής
- διεπαφή χρήστη
- οδηγός συσκευής, πρόγραμμα οδήγησης, (Unix) αρχείο συσκευής