Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διεπαφικός η διεπαφική το διεπαφικό
      γενική του διεπαφικού της διεπαφικής του διεπαφικού
    αιτιατική τον διεπαφικό τη διεπαφική το διεπαφικό
     κλητική διεπαφικέ διεπαφική διεπαφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διεπαφικοί οι διεπαφικές τα διεπαφικά
      γενική των διεπαφικών των διεπαφικών των διεπαφικών
    αιτιατική τους διεπαφικούς τις διεπαφικές τα διεπαφικά
     κλητική διεπαφικοί διεπαφικές διεπαφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διεπαφικός < διεπαφή

  Επίθετο επεξεργασία

διεπαφικός

Χρησιμοποιείται ως προσδιοριστικό συνθετικό σε όρους όπως: διεπαφικός εξοπλισμός, διεπαφική ανάλυση κ.ά.

Επίρρημα: διεπαφικά

Συγγενικά επεξεργασία

  • διαδιεπαφικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία