Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διασύνδεση οι διασυνδέσεις
      γενική της διασύνδεσης* των διασυνδέσεων
    αιτιατική τη διασύνδεση τις διασυνδέσεις
     κλητική διασύνδεση διασυνδέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διασυνδέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διασύνδεση < δια- + σύνδεση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.aˈsin.ðe.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐σύν‐δε‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διασύνδεση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διασυνδέω
  2. η σύνδεση μεταξύ πολλών διαφορετικών πραγμάτων, εννοιών, κλπ
  3. (πληροφορική) μερικές φορές (ανάλογα με το περιεχόμενο) αναφέρεται στην διεπαφή (interface)

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία