Δείτε επίσης: attaché

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
attache attaches

  Ουσιαστικό επεξεργασία

attache (fr) θηλυκό

  1. η σύνδεση, η διασύνδεση
  2. o συνδετήρας

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη attacher