συνδετήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία

Ετυμολογία
επεξεργασία
- συνδετήρας < συνδέω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
συνδετήρας αρσενικό
- εξάρτημα που συνδέει δύο τμήματα μιας κατασκευής
- μεταλλικό ή πλαστικό εξάρτημα που χρησιμοποιείται για να κρατήσει συνδεδεμένα φύλλα χαρτιού
- μεταλλικό καρφάκι σε σχήμα Π, το οποίο με τη βοήθεια ενός συρραπτικού κάμπτεται και συγκρατεί ενωμένα φύλλα χαρτιού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνδετήρας για χαρτιά
συνδετήρας συρραπτικού