συρραπτικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συρραπτικό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυρραπτικό ουδέτερο
- ο φορητός ή επιτραπέζιος μηχανικός μηχανισμός που χρησιμοποιεί συρματάκια σχήματος Π για να συνδέσει μεταξύ τους φύλλα χαρτιού