Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συρραπτικό τα συρραπτικά
      γενική του συρραπτικού των συρραπτικών
    αιτιατική το συρραπτικό τα συρραπτικά
     κλητική συρραπτικό συρραπτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συρραπτικό < λείπει η ετυμολογία
 
Συρραπτικό με ανταλλακτικά.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συρραπτικό ουδέτερο

  • ο φορητός ή επιτραπέζιος μηχανικός μηχανισμός που χρησιμοποιεί συρματάκια σχήματος Π για να συνδέσει μεταξύ τους φύλλα χαρτιού

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία