↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποσυρραπτικό τα αποσυρραπτικά
      γενική του αποσυρραπτικού των αποσυρραπτικών
    αιτιατική το αποσυρραπτικό τα αποσυρραπτικά
     κλητική αποσυρραπτικό αποσυρραπτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποσυρραπτικό < απο- + συρραπτικό → δείτε τις λέξεις συρραπτικός και αποσυρράπτω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.po.si.ɾa.ptiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐συρ‐ρα‐πτι‐κό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποσυρραπτικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αποσυρραπτικό - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)