αποσυρραπτικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποσυρραπτικό < απο- + συρραπτικό → δείτε τις λέξεις συρραπτικός και αποσυρράπτω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.si.ɾa.ptiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐συρ‐ρα‐πτι‐κό
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποσυρραπτικό ουδέτερο
- (γραφική ύλη) εργαλείο που χρησιμοποιείται για να διευκολύνει την αφαίρεση συρραπτικών συρμάτων από χαρτιά
Υπώνυμα
επεξεργασία- καβουράκι (μικρό αποσυρραπτικό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποσυρραπτικό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αποσυρραπτικό - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)