Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
εξολκέας που χρησιμοποιείται στη μηχανουργία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξολκέας οι εξολκείς
      γενική του εξολκέα των εξολκέων
    αιτιατική τον εξολκέα τους εξολκείς
     κλητική εξολκέα εξολκείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξολκέας < εξ- + αρχαία ελληνική ὁλκή + -έας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξολκέας αρσενικό

  1. εργαλείο που χρησιμοποιείται για την εξαγωγή αντικειμένου που είναι σφηνωμένο
  2. εξάρτημα αρκετών πυροβόλων όπλων το οποίο βγάζει τον άδειο κάλυκα μετά τη χρήση

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη έλκω

  Μεταφράσεις επεξεργασία