εξολκέας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εξολκέας | οι | εξολκείς |
γενική | του | εξολκέα | των | εξολκέων |
αιτιατική | τον | εξολκέα | τους | εξολκείς |
κλητική | εξολκέα | εξολκείς | ||
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξολκέας < εξ- + αρχαία ελληνική ὁλκή + -έας
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξολκέας αρσενικό
- εργαλείο που χρησιμοποιείται για την εξαγωγή αντικειμένου που είναι σφηνωμένο
- εξάρτημα αρκετών πυροβόλων όπλων το οποίο βγάζει τον άδειο κάλυκα μετά τη χρήση
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη έλκω