↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καβουράκι τα καβουράκια
      γενική
    αιτιατική το καβουράκι τα καβουράκια
     κλητική καβουράκι καβουράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Άντρας που φοράει καβουράκι.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καβουράκι < καβούρ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.vuˈɾa.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐βου‐ρά‐κι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καβουράκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του καβούρι: μικρό ή νεαρό καβούρι
    ※  τραγούδι «Τα καβουράκια», 1995. Μουσική, στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης
    Στου γιαλού τα βοτσαλάκια / κάθονται δυο καβουράκια / έρμα παραπονεμένα / κι όλο κλαίνε τα καημένα
    Κι η μαμά τους η κυρία καβουρίνα / πάει τσάρκα με το σπάρο στη Ραφήνα / κι όλο κλαίνε τα καβουράκια / στου γιαλού τα βοτσαλάκια
  2. (ενδυμασία) είδος ανδρικού καπέλου: ρεπούμπλικα με στενό γείσο
     συνώνυμα: μπορσαλίνοΒΠ
  3. μικρό ανδρικό δερμάτινο πορτοφόλι για κέρματα με σχήμα στρογγυλό
  4. (γραφική ύλη, προφορικό) είδος μικρού αποσυρραπτικού που μοιάζει με δαγκάνα καβουριού
 
Αποσυρραπτικό καβουράκι.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κάβουρας