καβουράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καβουράκι | τα | καβουράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | καβουράκι | τα | καβουράκια |
κλητική | καβουράκι | καβουράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καβουράκι < καβούρ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.vuˈɾa.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐βου‐ρά‐κι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαβουράκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του καβούρι: μικρό ή νεαρό καβούρι
- ※ τραγούδι «Τα καβουράκια», 1995. Μουσική, στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης
Στου γιαλού τα βοτσαλάκια / κάθονται δυο καβουράκια / έρμα παραπονεμένα / κι όλο κλαίνε τα καημένα
Κι η μαμά τους η κυρία καβουρίνα / πάει τσάρκα με το σπάρο στη Ραφήνα / κι όλο κλαίνε τα καβουράκια / στου γιαλού τα βοτσαλάκια
- ※ τραγούδι «Τα καβουράκια», 1995. Μουσική, στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης
- (ενδυμασία) είδος ανδρικού καπέλου: ρεπούμπλικα με στενό γείσο
- μικρό ανδρικό δερμάτινο πορτοφόλι για κέρματα με σχήμα στρογγυλό
- (γραφική ύλη, προφορικό) είδος μικρού αποσυρραπτικού που μοιάζει με δαγκάνα καβουριού
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κάβουρας
είδος αντρικού καπέλου
μικρό αποσυρραπτικό
→ δείτε τη λέξη αποσυρραπτικό |
Πηγές
επεξεργασία- καβουράκι, κάβουρας, καβουράκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- καβούρι, καβουράκι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)