interconnection
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- interconnection < inter- + connection
Ουσιαστικό
επεξεργασίαinterconnection (en)
- η σύνδεση δύο ή περισσότερων πραγμάτων (συσκευών κ.λπ.) μεταξύ τους· διασύνδεση
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- interconnection (στις τηλεποικωνίες) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία- interconnection στο Collins Dictionary.com (πρόσβαση: 2020-05-04).