interconnect (en)

  • διασυνδέω
    ※  The project is completed and the implemented intranet interconnects more than 200 departments of the Ministry throughout Greece. [1]
    «Το πρόγραμμα έχει ολοκληρωθεί και το υλοποιημένο ενδοδίκτυο διασυνδέει πάνω από 200 τμήματα του Υπουργείου σε όλη την Ελλάδα.» [2]

Συνώνυμα

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
  • Peripheral Component Interconnect (PCI)

  Αναφορές

επεξεργασία