διασυνδέω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία el
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
/?/
Ρήμα
επεξεργασία
διασυνδέω
- συνδέω εγγενώς, εσωτερικά, δομικά ή ψηφιακά
- συνδέω με περισσότερη έμφαση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διασυνδέω