Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία el επεξεργασία

διασυνδέω < δια- + συνδέω

  Προφορά επεξεργασία

/?/

  Ρήμα επεξεργασία

διασυνδέω

  1. συνδέω εγγενώς, εσωτερικά, δομικά ή ψηφιακά
  2. συνδέω με περισσότερη έμφαση

  Μεταφράσεις επεξεργασία