Ετυμολογία el

επεξεργασία

/?/

διασυνδέω

  1. συνδέω εγγενώς, εσωτερικά, δομικά ή ψηφιακά
  2. συνδέω με περισσότερη έμφαση

Μεταφράσεις

επεξεργασία