interférence
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
interférence | interférences |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαinterférence (fr) θηλυκό
- (φυσική) φαινόμενο που εμφανίζεται δια της συσσώρευσης ταλαντώσεων ίδιας φύσης και ίδιας συχνότητας
- η αθέμιτη αλληλεπίδραση, η ανάμιξη σε κάτι ξένο, η σύζευξη παραγόντων