ενικός         πληθυντικός  
interférence interférences

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

interférence (fr) θηλυκό

  1. (φυσική) φαινόμενο που εμφανίζεται δια της συσσώρευσης ταλαντώσεων ίδιας φύσης και ίδιας συχνότητας
  2. η αθέμιτη αλληλεπίδραση, η ανάμιξη σε κάτι ξένο, η σύζευξη παραγόντων